Αποκριά / Το γαϊτανάκι - Στ΄τάξη
ΑΠΟΚΡΙΑ
Αποκριά ετυμολογικά σημαίνει μακριά από το κρέας. (εκκλησιαστικά) Είναι η περίοδος προετοιμασίας του ανθρώπου, ψυχικής και σωματικής, για βιώσει το Θείο Πάθος και την
ανάσταση του Σωτήρα Χριστού..
Περιλαμβάνει τις τρεις εβδομάδες πριν από την Μεγάλη Σαρακοστή, που μας ανοίγει το
Τριώδιο. Η περίοδος αυτή προσδιορίζεται από τις Κυριακές του «Τελώνου και Φαρισαίου»,του «Ασώτου», των «Απόκρεω» και της «Τυρινής». Η Μεγάλη Σαρακοστή ξεκινά από την Καθαρά Δευτέρα.
Αποκριά (λαογραφικά) Η περίοδος αυτή συνδυάζεται με το έθιμο του «Καρνάβαλου» που είναι η θεότητα της Αποκριάς. Είναι έθιμο του γλεντιού, της ψυχαγωγίας, του «μασκαρέματος».
Για την προέλευσή του υπάρχουν πολλές εκδοχές: Από τα Σατουρνάλια ή τα Λουπερκάλια των Ρωμαίων. Ίσως και από την μεταφορά των Καλανδών, πάλι, των Ρωμαίων από την αρχή του έτους στην αρχή της Άνοιξης. Αλλά, είναι πιθανόν, και από τη συγχώνευση εθίμων που υφίστανται από την αρχαιότητα και έχουν σχέση με την αναγέννηση της φύσης.
ΑΠΟΚΡΙΕΣ : ΜΕΤΑΜΦΙΕΣΕΙΣ- ΔΡΩΜΕΝΑ
Εκτός από τα συμπόσια, τις διασκεδάσεις, τα χοιροσφάγια, την θύμηση των νεκρών, κύριο χαρακτηριστικό των Απόκρεω είναι οι μεταμφιέσεις, οι προσωπιδοφορίες, οι «μουτσούνες», σπάνια με μάσκα, περισσότερο με μακιγιάζ, και μουντζούρα από τον πάτο του «λεβετιού».
Αυτά συνδυάζονται με αθυροστομίες, με θεατρικού διαλόγους, παρουσίαση διαφόρων δρώμενων. Αναβίωναν προλήψεις και δεισιδαιμονίες, ακουγόταν άσεμνα τραγούδια, γινόταν εικονικές δίκες.
Οι Χριστιανοί αντάλλαζαν επισκέψεις, έβρισκαν την ευκαιρία της επικοινωνίας , και διασκέδαζαν.
Μεταμφιεζόταν σε «μπούλες» οι άντρες ντυνόταν γυναίκες και οι γυναίκες άντρες, έφτιαχναν τις συντροφιές τους και γύριζαν σ’όλο το χωριό από σπίτι σε σπίτι.
Αναπαρίσταναν ότι μπορεί να φανταστεί κανείς, γιατρούς με τα γιατροσόφια τους, γέρους και γριές, με μπαστούνια και κουδούνια, αρκουδιάρηδες με κρεμασμένες κουδούνες στη μέση του, για α γίνεται θόρυβος κ.ά. Τους δεχόταν, τους κερνούσαν, αντάλλαζαν αστεία και προσπαθούσαν με εύθυμο τρόπο να τους κάνουν να φανερώσουν το πρόσωπό τους, την ταυτότητά τους.
Από νωρίς τα βράδια μαζευόταν στις γειτονιές, στα ξέφωτα, στις πλατείες, όπου άναβαν φωτιές. Εκεί «μπούλες» και μη, μικροί και μεγάλοι, χοροπηδώντας γύρω στις φωτιές, τραγουδούσαν εύθυμα έλεγαν πιπεράτα αστεία, αναπαρίσταναν έγκυες γυναίκες κλπ).
Από τα λίγα έθιμα που διατηρούνται αυτούσια ως τις μέρες μας, το γαϊτανάκι είναι ένας χορός που δένει απόλυτα με το χρώμα και το κέφι της απόκριας. Το γαϊτανάκι πέρασε στην Ελλάδα από πρόσφυγες του Πόντου και της Μικράς Ασίας και έδεσε απόλυτα με τα άλλα τοπικά έθιμα, αφού η δεξιοτεχνία των χορευτών αλλά και ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του δεν αφήνουν κανέναν αδιάφορο! Δεκατρία άτομα χρειάζονται για να στήσουν το χορό. Ο ένας κρατά ένα μεγάλο στύλο στο κέντρο, από την κορυφή του οποίου ξεκινούν 12 μακριές κορδέλες, καθεμιά με διαφορετικό χρώμα. Οι κορδέλες αυτές λέγονται γαϊτάνια και δίνουν το όνομά τους στο έθιμο. Γύρω από το στύλο, 12 χορευτές κρατούν από ένα γαϊτάνι και χορεύουν μαζί, σε 6 ζευγάρια, τραγουδώντας το παραδοσιακό τραγούδι. Καθώς κινούνται γύρω από το στύλο, κάθε χορευτής εναλλάσσεται με το ταίρι του κι έτσι όπως γυρνούν πλέκουν τις κορδέλες γύρω από το στύλο δημιουργώντας χρωματιστούς συνδυασμούς. Όταν πια οι κορδέλες τυλιχτούν γύρω από το στύλο και οι χορευτές χορεύουν όλο και πιο κοντά σε αυτόν, τότε ο χορός τελειώνει και το στολισμένο γαϊτανάκι μένει να θυμίζει το αποκριάτικο πνεύμα.
πηγή:paidika.gr
Οι μαθητές της Στ΄τάξης